εντεκαπλασιάζω

εντεκαπλασιάζω
εντεκαπλασιάστηκα, εντεκαπλασιασμένος, μτβ., κάνω κάτι έντεκα φορές περισσότερο, το πολλαπλασιάζω επί έντεκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”